διήρης

διήρης
δῐήρης, ες, ([etym.] ἀραρίσκω)
A double, διῆρες ὑπερῷον upper story, upper chamber, Pl.Com.112; μελάθρων διῆρες ἔσχατον (sc. ὑπερῷον) E.Ph. 90, cf. Plu.2.77e.
II ἡ δ. (sc. ναῦς) bireme, ship with two banks of oars, Poll.1.82.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διήρης — double masc/fem acc pl (attic epic doric) διήρης double masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) διήρης double masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από …   Dictionary of Greek

  • διήρει — διήρης double masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διήρης double masc/fem/neut dat sg διήρεϊ , διήρης double dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρη — διήρης double neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διήρης double masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διήρης double masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διῆρες — διήρης double masc/fem voc sg διήρης double neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεα — διήρης double neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διήρης double masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεις — διήρης double masc/fem acc pl διήρης double masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσι — διήρης double masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσιν — διήρης double masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρους — διήρης double masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”